- αυτοκυβερνώμαι
- (α) быть самоуправляемым
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
αυτοκυβερνώμαι — και νιέμαι κυβερνώμαι μόνος μου, έχω δική μου κυβέρνηση, είμαι αυτόνομος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αυτο * + κυβερνώμαι. Η λ. αυτοκυβερνάσθαι μαρτυρείται από το 1852 στον Παν. Ι. Χαλκιόπουλο] … Dictionary of Greek
ιδιοκρατώ — ἰδιοκρατῶ, έω (Μ) αυτοκυβερνώμαι. [ΕΤΥΜΟΛ. < ίδιο * + κρατώ] … Dictionary of Greek